- φλονῖτις
- φλονῖτις, ιδος, ἡ,A = ὄνοσμα, golden drop, Onosma echioides, Ps.-Dsc.3.131.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φλονῖτις — golden drop fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλονίτις — ίτιδος, ἡ, ΜΑ πιθ. άλλη ονομασία για τό φυτό ονωνίς ή όνοσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόνος, άλλος τ. τού φλόμος + κατάλ. ῖτις (πρβλ. μηκων ῖτις)] … Dictionary of Greek
φλονῖτιν — φλονῖτις golden drop fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)